- πυρεσσός
- πῠρεσσός, ὁ,= πυρετός, PFay.248 (100 A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρεσσός — ὁ, Α ο πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυρετός κατ επίδραση τού ρ. πυρέσσω] … Dictionary of Greek